- δωδεκάφυλος
- δωδεκάφυλος, -ον (AM)1. ο διαιρεμένος σε δώδεκα φυλές2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δωδεκάφυλονοι δώδεκα φυλές τού Ισραήλ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δωδεκάφυλος — δωδεκάφῡλος , δωδεκάφυλος of twelve tribes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάφυλον — δωδεκάφῡλον , δωδεκάφυλος of twelve tribes masc/fem acc sg δωδεκάφῡλον , δωδεκάφυλος of twelve tribes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… … Dictionary of Greek